- συναειδω
- συναείδωTheocr. = συνᾴδω См. συναδω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συναείδω — Α (ποιητ. τ.) βλ. συνάδω … Dictionary of Greek
συνάδω — συνᾴδω ΝΑ, και ποιητ. τ. συναείδω Α 1. άδω μαζί με άλλον, συνοδεύω το άσμα 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι νεοελλ. (συν. τριτοπρόσ.) συνάδει αρμόζει, ταιριάζει αρχ. εξυμνώ από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ᾄδω / ἀείδω… … Dictionary of Greek